υπερμικροσκόπιο

υπερμικροσκόπιο
το, Ν
(οπτ.) τύπος μικροσκοπίου που χρησιμοποιεί ιδιαίτερο τρόπο φωτισμού ο οποίος επιτρέπει την παρατήρηση αντικειμένων που έχουν διαστάσεις τής τάξης τού 10-9 τού μέτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + μικροσκόπιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπερμικροσκόπιο — το είδος μικροσκοπίου με ειδικό φωτισμό που επιτρέπει την παρατήρηση αντικειμένων μικρότερων από όσα βλέπουμε με κοινό μικροσκόπιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… …   Dictionary of Greek

  • υπερμικροσκοπικός — ή, ό, Ν [υπερμικροσκόπιο] 1. αυτός που είναι μικρότερος από τον μικροσκοπικό 2. φρ. «υπερμικροσκοπικοί οργανισμοί» βιολ. οργανισμοί μη ορατοί με τα κοινά μικροσκόπια …   Dictionary of Greek

  • Ζιγκμόντι, Ρίχαρντ — (Richard Zsigmondy, Βιέννη 1865 – Γκέτινγκεν 1929). Αυστριακός χημικός. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1889 στο πανεπιστήμιο του Μονάχου. Έγινε καθηγητής της ανόργανης χημείας, πρώτα στο πανεπιστήμιο της Ιένας και ύστερα του Γκέτινγκεν, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Τίνταλ, Τζον — (Tyndall, Λάιγκλιν Μπριτζ, Κάρλο 1820 – Χίντχεντ, Σάρεϊ 1893). Ιρλανδός φυσικός. Πήρε πανεπιστημιακό πτυχίο το 1850, δίδαξε στο Βασιλικό Ίδρυμα του Λονδίνου και υπήρξε φίλος του Φαραντάι. Εκτέλεσε οπτικές έρευνες πάνω στο γαλανό του ουρανού, στη… …   Dictionary of Greek

  • υπερμικροσκοπικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με το υπερμικροσκόπιο, που δεν είναι ορατός με τα κοινά μικροσκόπια: Υπερμικροσκοπικοί οργανισμοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”