υπερμικροσκόπιο — το είδος μικροσκοπίου με ειδικό φωτισμό που επιτρέπει την παρατήρηση αντικειμένων μικρότερων από όσα βλέπουμε με κοινό μικροσκόπιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… … Dictionary of Greek
υπερμικροσκοπικός — ή, ό, Ν [υπερμικροσκόπιο] 1. αυτός που είναι μικρότερος από τον μικροσκοπικό 2. φρ. «υπερμικροσκοπικοί οργανισμοί» βιολ. οργανισμοί μη ορατοί με τα κοινά μικροσκόπια … Dictionary of Greek
Ζιγκμόντι, Ρίχαρντ — (Richard Zsigmondy, Βιέννη 1865 – Γκέτινγκεν 1929). Αυστριακός χημικός. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1889 στο πανεπιστήμιο του Μονάχου. Έγινε καθηγητής της ανόργανης χημείας, πρώτα στο πανεπιστήμιο της Ιένας και ύστερα του Γκέτινγκεν, όπου… … Dictionary of Greek
Τίνταλ, Τζον — (Tyndall, Λάιγκλιν Μπριτζ, Κάρλο 1820 – Χίντχεντ, Σάρεϊ 1893). Ιρλανδός φυσικός. Πήρε πανεπιστημιακό πτυχίο το 1850, δίδαξε στο Βασιλικό Ίδρυμα του Λονδίνου και υπήρξε φίλος του Φαραντάι. Εκτέλεσε οπτικές έρευνες πάνω στο γαλανό του ουρανού, στη… … Dictionary of Greek
υπερμικροσκοπικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με το υπερμικροσκόπιο, που δεν είναι ορατός με τα κοινά μικροσκόπια: Υπερμικροσκοπικοί οργανισμοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)